ραμολίρω

ραμολίρω
-ίρισα, παθαίνω μαλάκυνση του εγκεφάλου: Εδώ κι ένα χρόνο ο παππούς ραμολίρισε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ραμολίρω — Ν [ραμολί] γίνομαι ραμολί, προσβάλλομαι από γεροντική άνοια …   Dictionary of Greek

  • ραμολίρισμα — το, Ν [ραμολίρω] το ραμολιμέντο, η γεροντική άνοια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”